Μύθος

Η λατρεία δύο μεγάλων θεοτήτων του ελληνικού Πανθέου, της Δήμητρας και της Περσεφόνης, συνδέθηκε άμεσα, από την προϊστορική εποχή, με την Ελευσίνα, την ιερή πόλη της Αττικής, ένα από τα σπουδαιότερα θρησκευτικά κέντρα της Ελλάδας, που διατήρησε την ιερότητά του επί δύο χιλιετίες και διέδωσε τη λατρεία των Ελευσίνιων θεών στον αρχαίο κόσμο.

Το παλαιότερο γραπτό κείμενο που αναφέρεται στην αρχέγονη λατρεία της Δήμητρας είναι ο Ομηρικός Ύμνος (β' μισό 7ου π.Χ.αι.)4, που διηγείται τα πάθη και τις πράξεις της θεάς, σύμφωνα με την τοπική παράδοση της Ελευσίνας: Ο Άδης, με την συγκατάθεση του Δία, άρπαξε τη θυγατέρα της Δήμητρας Περσεφόνη, όταν εκείνη έπαιζε με τις Ωκεανίδες σ' ένα ολάνθιστο λιβάδι. Επειδή ούτε θνητός ούτε αθάνατος άκουσε τη φωνή της, η Δήμητρα, συνοδευόμενη απο την Εκάτη, πήγε στον Ήλιο και τον παρεκάλεσε, σαν επόπτη της γης, να την πληροφορήσει για την τύχη της κόρης της. Ο Ήλιος ομολόγησε την αλήθεια και η θεά οργίσθηκε τόσο πολύ με τον Δία, τον πατέρα των θεών, που δεν επέστρεψε στον Όλυμπο. Αφού μεταμορφώθηκε σε ηλικιωμένη γυναίκα, περιπλανήθηκε σε πόλεις και αγρούς, άγνωστη ανάμεσα στους ανθρώπους. Τότε έφθασε στην Ελευσίνα και κάθησε στο "Παρθένιο φρέαρ", "όθεν ύδρεύοντο πολίται έν σκιή", το γνωστό σαν Καλλίχορο φρέαρ. Εκεί την συνάντησαν οι τέσσερις κόρες του βασιλιά της Ελευσίνας Κε-λεού, που την ρώτησαν από που είχε έλθει και γιατί δεν αναζητούσε φιλοξενία στην πόλη. Η θεά, αποκρύπτοντας την ταυτότητα της, αποκρίθηκε πως καταγόταν από την Κρήτη, πως είχε αιχμαλωτισθεί από ληστές, πως είχε δραπετεύσει από τον Θορικό και παρεκάλεσε να υπηρετήσει, όπως αρμόζει σε γυναίκα της ηλικίας της, σ' ένα σπίτι της Ελευσίνας και να μεγαλώσει ένα παιδί, αν κάποιος της το εμπιστευόταν.

Ιστορική εισαγωγή

Η Αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως στοιχεία που αποδεικνύουν την ανθρώπινη παρουσία στο χώρο αυτό ήδη από τους Πρωτοελλαδικούς χρόνους (2800-2000 π.Χ.)8
Ιερό και συνοικισμό που ανάγονται σε περίοδο προ του 1580 π.Χ. (Μεσοελλαδική εποχή 2000-1580 π.Χ. ) επεσήμανε και πάλι η αρχαιολογική σκαπάνη, ενώ κατά την Μυκηναϊκή εποχή (1580-1100 π.Χ.) η εγκατάσταση μαρτυρείται με σαφήνεια, τόσο στο λόφο, όσο και στα ευρήματα του δυτικού νεκροταφείου. Στο χώρο του Τελε-στηρίου ειδικά οι έρευνες έφεραν στο φως λείψανα μεγαροειδούς κτίσματος, που ταυτίζεται από πολλούς με τον πρώτο ναό της Δήμητρας

Όταν ο Μυκηναϊκός πολιτισμός καταλύθηκε από τους Δωριείς, το τελευταίο φύλο των Ινδοευρωπαίων που μετακινήθηκε προς Ν. (1100 περ. π.Χ. ), και το κέντρο βάρους της πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της αρχαίας Ελλάδα μετακινήθηκε από τίς Μυκήνες στο Άργος και τη Σπάρτη, η Αττική και η Ελευσίνα φαίνεται πως υπέστησαν μεγάλες καταστροφές.

Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που είναι γνωστή σαν Πρωτογεωμετρική και θα διαρκέσει τρείς αιώνες, η Ελευσίνα δεν εγκαταλείπεται εντελώς και η λατρεία της Δήμητρας συνεχίζεται να τελείται. Ίσως το μέγαρο των Μυκηναϊκών χρόνων συνεχίζει επίσης να χρησιμοποιείται.

Ο Δ. Φίλιος αποκάλυψε τμήματα κτιρίων θρησκευτικής χρήσης και κυρίως αναλημματικούς τοίχους, που στήριζαν την περιοχή του Μυκηναϊκού μεγαροειδούς ναού της θεάς και που ανήκουν στη Γεωμετρική Εποχή (περί το 700 π.Χ.), μια επιπλέον απόδειξη της συνεχούς λατρείας της Δήμητρας. Την εποχή του Σόλωνος (650-600 π.Χ.) κτίζεται ιερό, κλεισμένο με ψηλό περίβολο. Ο Πεισίστρατος (550-510 π.Χ.) επεκτείνει τα όρια του τείχους και διαμορφώνει το Τελεστήριο.

Παρά τη σημαντική στρατηγική της θέση και το γεγονός ότι αποτελούσε σπουδαίο οχύρωμα των Αθηνών, η Ελευσίνα δεν κατόρθωσε να εμποδίσει πρίν από τους Περσικούς πολέμους ούτε τον βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη να συλήσει το ναό της Δήμητρας ούτε να αναχαιτίσει τον Ξέρξη κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων, που την παρέδωσε στη φωτιά, όπως και ολόκληρη την Αττική άλλωστε. Κατά τα μέσα του 5ου αι. η Ελευσίνα καθιερώνεται σαν πανελλήνιο ιερό, ενώ ο Κίμων, το 470 π.Χ., είχε καταρτίσει σχέδιο για την ανανέωση του Τελεστηρίου. Μετά την ειρήνη του 445 π.Χ. συμπληρώθηκε η ανοικοδόμηση του ιερού με πρωτοβουλία του ίδιου του Περικλή. Άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο θα συρρεύσουν την εποχή αυτή, για να γνωρίσουν το μεγαλείο της λατρείας της Δήμητρας, αλλά και την πολιτική επιβολή των Αθηνών.

Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου η Σπάρτη σεβάσθηκε το ιερό, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι κατακτητές αργότερα, μολονότι οι επιδρομές εναντίον της πόλης και των κατοίκων υπήρξαν τις περισσότερες φορές καταστροφικές. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου η Ελευσίνα κατέστη αξιόλογο κέντρο στρατιωτικών επιχειρήσεων, όταν την εποχή των Τριάκοντα Τυράννων (403-400 π.Χ.) αποχωρίσθηκε από την Αθήνα. Όταν ηττήθηκαν από το στρατηγό Θρασύβουλο, οι Τύραννοι αποσύρθηκαν στην Ελευσίνα για να αντισταθούν μέχρις ότου λάβουν βοήθεια. Εξολόθρευσαν όσους Ελευσίνιους δεν εμπιστεύονταν, αλλά η νέα αυτή συμφορά δεν διήρκεσε πολύ. Ευθύς μετά την πτώση τους η Ελευσίνα κατοικήθηκε από τους φίλους των Τριάκοντα, που δεν επιθυμούσαν πλέον να παραμείνουν στην Αθήνα. Η Ελευσίνα παρέμεινε έκτοτε ισχυρό φρούριο των Αθηνών ως τα χρόνια των Μακεδόνων (4ος-3ος π.Χ.αι.).

Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής η Ελευσίνα απόκτησε και πάλι τη δόξα και τη λαμπρότητα των Κλασικών χρόνων. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ευνόησαν όχι μόνο το ιερό, αλλά και την πόλη. Τα Μικρά Προπύλαια ανάγονται στην εποχή του υπάτου Απ-πίου Κλαυδίου Πούλχερ (το 54 π.Χ.). Το Αδριάνειο υδραγωγείο, που ξεκινούσε από τις πηγές της Φυλής και κατέληγε στο ιερό, καθώς και η γέφυρα στη διασταύρωση της Ιεράς Οδού με την Εθνική Οδό, είναι έργα του αυτοκράτορα Αδριανού, που μυήθηκε στα Μυστήρια το 125 μ.Χ.Τα Μεγάλα Προπύλαια, καθώς και η διαμόρφωση πλακόστρωτης πλατείας οφείλονται στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (121-180 μ.Χ.)

Πλήθος ανθρώπων από κάθε γωνία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου συνέρεε στην Ελευσίνα την εποχή αυτή για να βρεί την αλήθεια, θρησκευτική και φιλοσοφική, για την αρχή και το σκοπό της ανθρώπινης ζωής και την μετά θάνατο τύχη της ψυχής.
 
Με την κυριαρχία του Χριστιανισμού η λατρεία της Δήμητρας τίθεται σε κίνδυνο. Τετρακόσια χρόνια μετά την καθιέρωση της Χριστιανικής θρησκείας, οι Ιεροφάντες της Δήμητρας κρατούν απεγνωσμένα τις δάδες της μυστηριακής λατρείας. Και ίσως να αχνόφεγγε το φως για πολύ καιρό ακόμη αν δεν καταστρεφόταν το ιερό και δεν παραδίνονταν στην φωτιά οι σεμνοί θεράποντες της θεάς από τον Αλάριχο και τους Βησιγότθους το 395 μ.Χ. Το 392 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος ο Β' απαγόρ,ευσε ρητά την τέλεση των Μυστηρίων, στην προσπάθεια του να καταπολεμήσει τα είδωλα και να εδραιώσει οριστικά τη νέα θρησκεία.Τότε εσί-γησε η λαλέουσα αλλά και μυστική πηγή της λατρείας των Ελευσίνιων θεών, που επί εκατοντάδες χρόνια πρόσφερε στους ανθρώπους ψυχική ηρεμία, και ευδαιμονία της ψυχής μετά τον θάνατο.

Κατά τη βυζαντινή εποχή οι συγγραφείς αναφέρουν την Ελευσίνα σαν "μικρόν χωρίον". Επί Ιουστινιανού επισκευάζεται το φρούριο της Ελευσίνας για να αντισταθεί στους βαρβάρους του Βορρά. Την εποχή της Φραγκοκρατίας θα συνυποταγεί με την Αττική και τη Βοιωτία στους Φράγκους (Γάλλους, Καταλανούς, Φλωρεντινούς). Ο "Φράγκικος πύργος" στα δυτικά της ακρόπολης κτίσθηκε λίγο μετά τη φραγκική κατάκτηση, επάνω σε αρχαία θεμέλια και με λίθους αρχαίων οικοδομημάτων (σήμερα έχει γκρεμισθεί).

Πριν από την Τουρκική κατάκτηση ο τόπος είχε ερημωθεί από τις συνεχείς διώξεις, τις επιδρομές, τις αιχμαλωσίες, τις απαγωγές του Μου και του 15 αι. Η ερημία βοήθησε τους Αλβανούς Τόσκους, μεταξύ 1418 και 1425, να κτίσουν τις καλύβες τους και να καλλιεργήσουν τη γη. Κατά τον 17ο αι. ο τόπος ερημώθηκε και πάλι από τους πειρατές και οι Αλβανοί αποσύρθηκαν στο σημερινό χωριό Μάνδρα. Ο δροη, όταν επισκέφθηκε την Ελευσίνα τον Φεβρουάριο του 1676, αναφέρει ότι βρήκε την πεδιάδα καλλιεργημένη, αλλά δεν είδε κατοικία και κανένα μόνιμο κάτοικο. Ο τόπος άρχισε και πάλι να κατοικείται μόνιμα στις αρχές του 18ου αι. από τους απογόνους των παλιών κατοίκων , που προέρχονταν ως επί το πλείστον από τις δυτικές υπώρειες του Κιθαιρώνα.

Το χρονικό των ανασκαφών

Η Εταιρεία των Dilettanti, Αγγλική Εταιρεία που ενδιαφερόταν για τις αρχαιότητες, κατόρθωσε το 1811, όταν η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη υπό τον Τουρκικό ζυγό, ύστερα από πολλές και επίπονες προσπάθειες, να πάρει άδεια από τον Σουλτάνο για μια πρώτη έρευνα του ιερού. Η Ελευσίνα παραδίδεται στην αρχαιολογική σκαπάνη. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο SIR WILLIAM GELL και ακόμη οι αρχιτέκτονες John Peter Grandy και Francis Redford. Έφθασαν στην Ελευσίνα το 1812 και, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισαν, κατόρθωσαν να καθαρίσουν τα Μεγάλα Προπύλαια και το ναό της Προπυλαίας Αρτέμιδος. Κατόρθωσαν επίσης να επισημάνουν το ναό της θεάς, αν και δεν αποδείχθηκαν ακριβείς οι παρατηρήσεις τους για το σχήμα του ναού.

Στα 1860 νέες έρευνες στην περιοχή των Προπυλαίων διεξήχθηκαν από το Γάλλο αρχαιολόγο FR. LENORMANT, που όμως σταμάτησαν γρήγορα από έλλειψη χρημάτων. Ο Ιχηοππ&ηΙ διενήργησε επίσης ανασκαφή με εντολή του Υπουργείου Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και στην Ιερά Οδό.

Από το 1882 άρχισε η συστηματική ανασκαφή του ιερού της Ελευσίνας υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Με την συνδρομή του Ελληνικού Κράτους αγοράσθηκαν και κατεδαφίσθηκαν τα σπίτια των χωρικών επάνω στο λόφο. Ο Δημήτριος Φίλιος άρχισε την έρευνα και κατόρθωσε να καθαρίσει σχεδόν τελείως το μεγάλο ναό της Δήμητρας. Ο συνεργάτης του, Γερμανός αρχιτέκτων Willhelm Dorpfeld, συνόδευσε με τα πρώτα άρτια αρχιτεκτονικά σχέδια τις ανασκαφές. Οι εκθέσεις των ανασκαφών αυτών μεταξύ 1882 και 1890 δίνουν μιά λεπτομερή εικόνα της δραματικής αποκάλυψης των ερειπίων του πανελλήνιου αυτού ιερού της αρχαιότητας. Τον Φίλιο διαδέχθηκε ο Καθηγητής Ανδρέας Σκιάς, που ερεύνησε μεταξύ 1894 και 1907 κυρίως την αυλή του ιερού, το Γεωμετρικό νεκροταφείο, καθώς και τα προϊστορικά λείψανα στην νότια πλαγιά του λόφου. Το 1917 ανέλαβε την ανασκαφή ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, που αποκάλυψε πολλά και σημαντικά σημεία του Ιερού.

Ο Κουρουνιώτης χρηματοδοτήθηκε από το 1830 με "ετησίαν γενναίαν χορηγίαν", όπως αναφέρει ο ίδιος, από το Rockfeller Foundation και από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή, με πρωτοβουλία του Διευθυντή της Edward Capps. Η χρηματική ενίσχυση επέτρεψε στον Κουρουνιώτη να ενεργήσει ανασκαφές σε ευρεία κλίμακα και να συμπληρώσει την εξερεύνηση του ιερού. Συνεργάτες του υπήρξαν ο Αρχιτέκτων Ιωάννης Τραυλός, ο Έφορος Αρχαιοτήτων Ιωάννης Θρεψιάδης και ο Καθηγητής Γεώργιος Μπακαλάκης.

Μετά τον θάνατο του Κουρουνιώτη η Αρχαιολογική Εταιρεία συνέχισε τις ανασκαφές με τον Καθηγητή Αναστάσιο Ορλάνδο, τον Αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλό και τον Καθηγητή Γεώργιο Μυλωνά.

Η συστηματική μελέτη και η έρευνα του ιερού της Δήμητρας και της Κόρης συνεχίζεται και σήμερα από την Αρχαιολογική Εταιρεία, με τον Καθηγητή Γεώργιο Μυλωνά και τον Αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλό, που προσθέτουν χρόνο με το χρόνο την πείρα δεκαετιών και την αφοσίωση των καταξιωμένων ερευνητών στον ιερό χώρο του Ελευσινιακού Ιερού.